απομακραίνω

απομακραίνω
βλ. απομακρύνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”